Ευρωπαϊκή Οδηγία 27/2012 – Υποχρεωτική η εκτέλεση ενεργειακών ελέγχων για τις Mη Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2015

Αναμένεται εντός Σεπτεμβρίου η εναρμόνιση της κυπριακής νομοθεσίας (τροποποίηση των περί ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες νόμων του 2009 και 2012) με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 27/2012, η οποία θεσπίζει ένα κοινό πλαίσιο μέτρων για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την επίτευξη των στόχων του 2020, για 20% αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, 20% μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και 20% παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές.

Μια από τις βασικότερες απαιτήσεις της οδηγίας 27/2012 (άρθρο 8) είναι η υποχρεωτική εκτέλεση ενεργειακών ελέγχων (energy audits) μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2015, από οργανισμούς και επιχειρήσεις οι οποίες δεν θεωρούνται μικρομεσαίες (ΜΜΕ). Με βάση την νομοθεσία, ΜΜΕ θεωρούνται οι οργανισμοί/επιχειρήσεις οι οποίες εργοδοτούν λιγότερα από 250 άτομα και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατομμύρια ευρώ.

Το τι στην πραγματικότητα είναι ο ενεργειακός έλεγχος καθορίζεται τόσο μέσα στην εν λόγω οδηγία όσο και στα διεθνή πρότυπα της σειράς EN16247. Σύμφωνα λοιπόν με την οδηγία (άρθρο 2, παρ. 25) ενεργειακός έλεγχος είναι η συστηματική διαδικασία με σκοπό την απόκτηση επαρκούς γνώσης της υφιστάμενης ενεργειακής κατανάλωσης ενός κτηρίου ή ομάδας κτηρίων, βιομηχανικής ή εμπορικής εγκατάστασης, με την οποία εντοπίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά οι οικονομικώς αποδοτικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της διαδικασίας, ορισμοί όπως συνοπτικός, εκτενής ή αναλυτικός ενεργειακός έλεγχος, δεν είναι ξεκάθαροι και συνεπώς η οδηγία έχει καθορίσει και τις ελάχιστες απαιτήσεις ενός ενεργειακού ελέγχου (Παράρτημα VI). Η λεπτομερής επισκόπηση των χαρακτηριστικών της ενεργειακής κατανάλωσης, με επικαιροποιημένα, μετρήσιμα και ανιχνεύσιμα λειτουργικά δεδομένα είναι μια από τις βασικές απαιτήσεις. Επιπρόσθετα, οι ενεργειακοί έλεγχοι θα πρέπει να βασίζονται σε ανάλυση κόστους κύκλου ζωής (LCCA), να είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικοί και να περιλαμβάνουν αναλυτικούς και επικυρωμένους υπολογισμούς. Μπορούμε συνεπώς εύκολα να συμπεράνουμε, ότι για να ικανοποιηθούν οι πιο πάνω απαιτήσεις, ο ενεργειακός έλεγχος δεν μπορεί να είναι συνοπτικός.

Προφανώς και η ουσία ενός ενεργειακού ελέγχου δεν πρέπει να είναι απλά η ικανοποίηση της νομοθεσίας. Έχουμε την άποψη, ότι ένας σωστός ενεργειακός έλεγχος μπορεί να προσφέρει μεγάλες δυνατότητες εξοικονόμησης λειτουργικών εξόδων (κόστη ενέργειας) αλλά και να μειώσει το ανθρακικό αποτύπωμα ενός οργανισμού, στα πλαίσια μιας ευρύτερης περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευθύνης.